- ἄγχιστα
- ἄγχιστοςnearestneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἄγχιστα — ἄγχιστα , ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγχιστ' — ἄγχιστα , ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc pl ἄγχιστε , ἄγχιστος nearest masc/fem voc sg ἄ̱γχιστο , ἀγχίζω plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱γχισται , ἀγχίζω perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά … Dictionary of Greek
νήγρετος — νήγρετος, ον (Α) 1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε 2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. (μαζί με το ύπνος)… … Dictionary of Greek